- περιαγκωνίζω
- ΜΑδένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἀγκών κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. εξ-αγκων-ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.